- εκχρηματίζομαι
- ἐκχρηματίζομαι (Α)1. χρηματίζομαι σε βάρος άλλου, πιέζοντας κάποιον τού παίρνω χρήματα, αργυρολογώ*2. εισπράττω συνεισφορές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκχρηματίζεσθε — ἐκχρηματίζομαι squeeze money from pres imperat mp 2nd pl ἐκχρηματίζομαι squeeze money from pres ind mp 2nd pl ἐκχρηματίζομαι squeeze money from pres imperat mp 2nd pl ἐκχρηματίζομαι squeeze money from pres ind mp 2nd pl ἐκχρηματίζομαι squeeze… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχρηματίζεσθαι — ἐκχρηματίζομαι squeeze money from pres inf mp ἐκχρηματίζομαι squeeze money from pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχρηματίσαιτο — ἐκχρηματίζομαι squeeze money from aor opt mp 3rd sg ἐκχρηματίζομαι squeeze money from aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχρηματίσηται — ἐκχρηματίζομαι squeeze money from aor subj mp 3rd sg ἐκχρηματίζομαι squeeze money from aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)